- κατόπτροις
- κάτοπτρονmirrorneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφαίνω — (AM ἐμφαίνω) 1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου») 2. απρόσ. εμφαίνεται φαίνεται, είναι φανερό μσν. 1. (για φως) εκπέμπω 2. σχηματίζω 3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι 4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω αρχ.… … Dictionary of Greek
μεταρρέω — (Α) 1. ρέω προς άλλη διεύθυνση, χύνομαι προς άλλο μέρος ή προς τα πίσω, παλιρροώ («μένει τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῑ ὤσπερ Εὔριπος», Αριστοτ.) 2. μεταβαίνω από ένα μέρος σε άλλο, όπως από τα δεξιά στα αριστερά («τὰ ἐν τοῑς κατόπτροις τῆς ὄψεως… … Dictionary of Greek
περιαγής — ές, Α [περιάγνυμι] 1. ο σπασμένος σε κομμάτια 2. στρογγυλός («τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», Πλούτ.) 3. κυρτός («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», Πλούτ.) 4. ο κεκαμμένος, σε αντιδιαστολή προς τον ευθύ … Dictionary of Greek